- χαλκωματουργός
- χαλκ-ωμᾰτουργός, ὁ,A maker of bronze plates, PRyl.397.3 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκωματουργός — και χαλκοματουργός, ὁ, ΜΑ χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, ώματος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
χαλκοματουργός — ὁ, ΜΑ βλ. χαλκωματουργός … Dictionary of Greek
χαλκωμάς — ᾱτος, ὁ, Α χαλκωματουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, χαλκ ᾶς). Η λ. αποτελεί συντμ. τ. τής λ. χαλκωματᾶς*] … Dictionary of Greek